- (ε)πιθυμιάρης
- (ε)πιθυμιάρης ο θηλ. -α και -ισσα ουδ. -ικο1. που έχει σφοδρές ή πολλές επιθυμίες.2. που έχει ροπή στις ερωτικές απολαύσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιθυμιάρης — α, ικο, Ν αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθυμιά + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek